- παμφεγγής
- παμφεγγής, -ές (Α)παμφαής*, λαμπρότατος, φεγγοβόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ευ-φεγγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παμφεγγής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφεγγεῖς — παμφεγγής masc/fem acc pl παμφεγγής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφεγγοῦς — παμφεγγής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφεγγέος — παμφεγγής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek